- συναλγηδών
- -όνος, ἡ, Α [συναλγῶ]1. κοινή θλίψη2. στον πληθ. αἱ συναλγηδόνεςοι συμμετέχουσες σε θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυναλγηδόνες — συναλγηδόνες , συναλγηδών joint grief fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)